Νέα ερευνητικά στοιχεία φέρνουν στο φως μια ισχυρή συσχέτιση των αυτοάνοσων νοσημάτων με μια γυναικολογική πάθηση, αναλύοντας όλους τους κινδύνους για την υγεία που απορρέουν από αυτή την αλληλεπίδραση
Σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν σοβαρές αυτοάνοσες παθήσεις, όπως διαβήτη τύπου 1, νόσο Addison, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και φλεγμονώδη νόσο του εντέρου διατρέχουν οι γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια (POI), αποκαλύπτει νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Human Reproduction. Οι εν λόγω παθήσεις φαίνεται, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, να εμφανίζονται 2-3 φορές πιο συχνά σε αυτές τις ασθενείς.
Η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια εμφανίζεται σε γυναίκες κάτω των 40 ετών όταν οι ωοθήκες παύουν να λειτουργούν σωστά, οδηγώντας σε ακανόνιστες περιόδους ή στην απουσία αυτών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε συμπτώματα εμμηνόπαυσης.
Η πρωτοποριακή μελέτη με επικεφαλής την δρ. Susanna Savukoski, γιατρός γυναικολογίας και μαιευτικής στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Oulu και στο Πανεπιστήμιο Oulu της Φινλανδίας παρακολούθησε σχεδόν 20.000 γυναίκες, για να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ αυτοάνοσων νοσημάτων και πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας. Η μελέτη ανέλυσε δεδομένα υγείας από τα εκτεταμένα μητρώα της Φινλανδίας, εντοπίζοντας 3.972 γυναίκες που διαγνώστηκαν με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια πριν από την ηλικία των 40 ετών. Οι γυναίκες αυτές αντιστοιχήθηκαν με 15.708 γυναίκες παρόμοιας ηλικίας από τον γενικό πληθυσμό. Με βάση αυτά τα στοιχεία, οι ερευνητές αξιολόγησαν τη συχνότητα εμφάνισης σοβαρών αυτοάνοσων παθήσεων, που διαγνώστηκαν σε εξειδικευμένα κέντρα υγείας σε διάστημα σχεδόν 50 ετών.
Μεταξύ των γυναικών με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, το 5,6% είχε διαγνωστεί με τουλάχιστον μία αυτοάνοση διαταραχή πριν από τη διάγνωση της γυναικολογικής πάθησης, ενώ το 12,7% εμφάνισε αυτοάνοση διαταραχή μετά τη διάγνωση. Διαπιστώθηκε, τελικά, ότι οι γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια είχαν 2,6 φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν μια αυτοάνοση διαταραχή πριν από τη διάγνωση της πάθησης. Ο κίνδυνος εμφάνισης αυτοάνοσων παθήσεων έδειξε να ποικίλλει και ήταν σχεδόν διπλάσιος για τον υπερδραστήριο θυρεοειδή έως σχεδόν 26 φορές υψηλότερος για τις σπάνιες πολυαδενικές αυτοάνοσες παθήσεις. Ακόμη, όμως, και οι γυναίκες που δεν είχαν αυτοάνοσα νοσήματα κατά τη διάγνωση της πάθησης αντιμετώπιζαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο να αναπτύξουν μια αυτοάνοση πάθηση μέσα στα επόμενα 3 χρόνια, ενώ ο κίνδυνος παρέμενε σημαντικά αυξημένος για ακόμη και περισσότερο από 10 χρόνια μετά.