«Λυπάμαι που κατέστρεψα τη ζωή σας»
Κατά τη διάρκεια της δίκης στο Παρίσι για την υπόθεση του αποκεφαλισμού του Σ.Πατί από τζιχαντιστή, η μουσουλμάνα μαθήτρια που τον είχε κατηγορήσει ψευδώς ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος.
Παραδέχτηκε πως είπε ψέματα ότι ο καθηγητής Ιστορίας και Γεωγραφίας Σαμουέλ Πατί είχε συμπεριφερθεί ισλαμοφοβικά. Η ψευδής κατηγορία της οδήγησε τον Σ.Πατί στον αποκεφαλισμό από τζιχαντιστή το 2020.
Ο 47χρονος Σ.Πατί αποκεφαλίστηκε δημόσια στις 16 Οκτωβρίου 2020.
Η μουσουλμάνα, τότε 13 ετών, είχε ισχυριστεί ότι ο Σ.Πατί είχε ζητήσει από τους μουσουλμάνους μαθητές να αποχωρήσουν από την τάξη, πριν δείξει γελοιογραφίες του προφήτη Μωάμεθ από το σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo.
Στην απολογία της, η μαθήτρια ομολόγησε ότι δεν ήταν εκείνη την ημέρα στο μάθημα και επινόησε την ιστορία, επειδή φοβόταν τους γονείς της, λόγω δίωρης αποβολής για κακή συμπεριφορά.
Η μαθήτρια απολογήθηκε στην οικογένεια του θύματος, λέγοντας: «Ξέρω ότι είναι δύσκολο να το ακούσετε, αλλά ήθελα να ζητήσω συγγνώμη… Ήθελα να ζητήσω ειλικρινά συγγνώμη. Λυπάμαι που κατέστρεψα τη ζωή σας».
«Ζητώ συγγνώμη για το ψέμα μου που μας έφερε όλους εδώ» πρόσθεσε. «Χωρίς εμένα, κανείς δεν θα ήταν εδώ».
Ο Σ.Πατί είχε δείξει τις γελοιογραφίες του Charlie Hebdo σε μαθητές στο πλαίσιο ενός μαθήματος ηθικής, στο οποίο οι μαθητές του συζητούσαν τις επιπτώσεις της τρομοκρατικής επίθεσης του 2015 στα γραφεία της εφημερίδας.
Όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν είχε πει σε κανέναν μαθητή να φύγει από την αίθουσα.
Ο πατέρας της μαθήτριας, Μπραχίμ Σνινά, κατηγορείται για την οργάνωση εκστρατείας διαδικτυακής παρενόχλησης κατά του Σ.Πατί, ενώ άλλοι μαθητές και συνεργοί του δράστη κατηγορούνται για τη συμμετοχή τους στη δολοφονία.
Συγκεκριμένα, κατηγορούνται επτά άνδρες και μία γυναίκα, μεταξύ των οποίων ο Μπραχίμ Σνινά, πατέρας της μαθήτριας που είχε εξαπολύσει την ψευδή κατηγορία, και ο 65χρονος Αμπντελχακίμ Σεφριουί.
Σύμφωνα με την εισαγγελία, οι δύο άνδρες χρησιμοποίησαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να στοχοποιήσουν τον Σ.Πατί.
Μεταξύ των κατηγορούμενων είναι επίσης δύο φίλοι του δράστη της δολοφονίας, που κατηγορούνται για συνεργία σε τρομοκρατική ενέργεια.
Οι Νάιμ Μπουνταούντ και Αζίμ Εψιρχάνοφ τον συνόδευσαν στην αγορά όπλων και του παρείχαν υλική υποστήριξη. Άλλοι τέσσερις κατηγορούμενοι φέρονται να είχαν επικοινωνία με τον δράστη μέσω διαδικτυακών πλατφορμών, προωθώντας υλικό μίσους.
Μετά τη δολοφονία του Σ.Πατί, η μαθήτρια τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση. «Ο δάσκαλός μου είχε αποκεφαλιστεί, ο πατέρας μου ήταν υπό αστυνομική επιτήρηση, δεν μπορούσα να πω ότι ήταν ψέματα» είπε. Τελικά, ομολόγησε την αλήθεια μετά από 30 ώρες και δύο αστυνομικές ανακρίσεις.
Η μαθήτρια καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκιση με αναστολή για τους συκοφαντικούς ισχυρισμούς που έκανε εναντίον του καθηγητή της, οι οποίοι τελικά αποδείχθηκαν καταλυτικοί για τη δολοφονία του.
Οι πέντε συγκατηγορούμενοί της, οι οποίοι ήταν όλοι ηλικίας 14 ή 15 ετών αντιμετώπιζαν κατηγορίες για εγκληματική συνωμοσία με σκοπό την προετοιμασία βαριάς βίας.
Σε τέσσερις επιβλήθηκαν ποινές με αναστολή, αλλά σε έναν επιβλήθηκε ποινή έξι μηνών με ηλεκτρονική σήμανση, αφού αναγνωρίστηκε ως το πρόσωπο που υπέδειξε τον Σ.Πατί στον Ανζορόφ.