Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ποιητής, διηγηματογράφος, συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων, κριτικός, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των Νεοελληνικών γραμμάτων, γεννήθηκε το 1877 στο Καρπενήσι και πέθανε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου του 1940. Με αφορμή τη συμπλήρωση 74 χρόνων από τον θάνατό του, κάνουμε σήμερα μια αναδρομή στη ζωή και το έργο του.
Αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Καρπενήσι, πήγε νεώτατος στην πρωτεύουσα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ιατρική Σχολή, σπούδασε ζωγραφική και τελικά στράφηκε προς τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία.
Το 1898 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του (Πολεμικά τραγούδια). Συνεργάστηκε στις εφημερίδες Ακρόπολις, Εφημερίς των Συζητήσεων, Σκριπ, έγινε τακτικός ανταποκριτής τού Εμπρός στο Παρίσι (1908-1910), από όπου έστελνε τα περίφημα Παρισινά Γράμματα, και επιστρέφοντας στην Αθήνα συνέχισε τη δημοσίευση άρθρων, διηγημάτων, ποιημάτων, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, όχι μόνο σ’ εφημερίδες αλλά και στα εγκυρότερα περιοδικά τής εποχής: Παναθήναια, Ο Νουμάς, Καλλιτέχνης, Νέα Εστία κ.λπ.
Το 1904 έγινε ένα από τα πρώτα μέλη τής εταιρείας «Η Εθνική Γλώσσα», με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη «Προς το ελληνικό Έθνος», εκθέτοντας τους στόχους της.
Υπηρέτησε στην Κρατική Διοίκηση ως νομάρχης από το 1912 έως το 1916 στη Ζάκυνθο, στις Κυκλάδες και στην Καλαμάτα. Από τη θέση τού Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο, καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια τής Ένωσης της Επτανήσου, και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α. Ρέγκο στον αφορισμό τού 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του τού στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε.
Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων, που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Το 1918 διορίστηκε διευθυντής τής Εθνικής Πινακοθήκης και τιμήθηκε με το «Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών».
Διετέλεσε ακόμη καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και υπήρξε ως το τέλος τής ζωής του ο τακτικός τεχνοκριτικός στο Ελεύθερον Βήμα.
Το 1938 αναγορεύτηκε μέλος τής Ακαδημίας Αθηνών, όπου υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, τον μνημειώδη εισιτήριο λόγο του για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, προκαλώντας αντιδράσεις.
Υπηρέτησε με μοναδική ευσυνειδησία και συνέπεια τα ελληνικά γράμματα, αγωνίστηκε όσο λίγοι για τη σωτηρία τού αττικού τοπίου και υπήρξε υπόδειγμα χαρακτήρα και ήθους ως τον θάνατό του, από συγκοπή στην Αθήνα.
Το έργο του
Το πολύπλευρο έργο τού Παπαντωνίου, διεσπαρμένο σε περιοδικά, εφημερίδες, αλλά δημοσιευμένο και σε αυτοτελείς εκδόσεις, εκτείνεται σε ποικίλα είδη τού λόγου.
Στην ποίηση ανήκουν τα Πολεμικά Τραγούδια (Αθήνα 1898), εμπνευσμένα από τον πόλεμο του 1897, που διακρίνονται για την ειλικρίνεια του αισθήματος και προαναγγέλλουν τη μεταγενέστερη ποιητική του ωριμότητα, τα Χελιδόνια (Αθήνα 1920), που αναφέρονται στον τομέα τής παιδικής λογοτεχνίας, μελοποιημένα από τον Γ. Λαμπελέτ, και τα Θεία Δώρα (Αθήνα 1931 και νεώτερη έκδοση 1968), που έγιναν δεκτά με ευνοϊκότατες κριτικές.
Η έμπνευσή του εκτείνεται από τα καθαρά συναισθηματικά ποιήματα, με κυρίαρχο στοιχείο τη μελαγχολική διάθεση, ώς τα φυσιολατρικά και τα ειδυλλιακά, που χαρακτηρίζονται από τα ηθογραφικά τους γνωρίσματα. Ορισμένα ποιήματά του αγαπήθηκαν ιδιαίτερα για τη βαθύτερη ειλικρίνεια και ψυχική αναζήτηση, κάποτε τον σπαραγμό, που εκφράζεται με συγκρατημένη ηρεμία (Η προσευχή του ταπεινού, Η μεγάλη προσδοκία, Αγρυπνία, Ανθρώπινη ιστορία). Η λιτότητα στην έκφραση και η τεχνική αρτιότητα αποτελούν βασικό προτέρημα των στίχων του. (Ευθανασία, Λυπημένα δειλινά). Ως επίλογος στη συλλογή Τα Θεία Δώρα ακολουθεί η παράφραση ποιήματος του Ζαν Ρισπέν (Jean Richepin) με τίτλο Η Γρηά η βαβά μ’, στιχουργημένη με μοναδική επιτυχία στη διάλεκτο της Ρούμελης.
Στο Πεζοτράγουδο, είδος που καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ανήκουν οι Πεζοί ρυθμοί τού Παπαντωνίου (Αθήνα 1922), που απετέλεσαν, με την ποικιλία των εκφραστικών τρόπων του συγγραφέα και την τελειότητα του ύφους, την κορύφωση στην καλλιέργεια του «ρυθμικού πεζού λόγου».
Στην αφηγηματική πεζογραφία εντάσσονται τα Διηγήματα (Αθήνα 1927), ο Βυζαντινός όρθρος (1936), Η Θυσία (1937). Αναδημοσιεύθηκαν αργότερα συγκεντρωμένα στον τόμο Διηγήματα, με εκτενή εισαγωγή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Τα θέματά τους αντλούνται από τον κύκλο της επαρχίας με τα ήθη των ανθρώπων της (Ολέθριος λοχαγός) ή από επαγγελματικές συνθήκες τής ζωής στην πρωτεύουσα και τη νεοελληνική γραφειοκρατία (Ο κ. Τμηματάρχης έρχεται), κάποτε από ιστορικά περιστατικά και μάλιστα από τον χώρο του Βυζαντίου (Βυζαντινός όρθρος), από τον ασκητισμό και τη δύναμη του θρησκευτικού προσηλυτισμού (το αριστουργηματικό διήγημα Η πέτρα του Γριβόδημου) αλλά και από περιστατικά τής καλλιτεχνικής ζωής (Η χαρά της Ζορζέττας). Διακρίνονται γενικά για την έντεχνη ακρίβεια της περιγραφής, την προβολή ψυχικών κατα-στάσεων, οι οποίες σχολιάζονται με στοχαστική –αλλά και σατιρική ή πικρή διάθεση–, την αρχιτεκτονική τους δομή, κάποτε τη δραματική ένταση, που διατυπώνεται με θαυμαστή λιτότητα, το περίτεχνο ύφος, τον ζωντανό διάλογο.
Ως προέκταση των αφηγηματικών του κειμένων, αλλά με παιδευτικό χαρακτήρα, μπορούν να θεωρηθούν Τα Ψηλά Βουνά, αναγνωστικό για την Γ΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, με έντονη την αγάπη τής ελληνικής ζωής και της ελληνικής υπαίθρου, που ο Παπαντωνίου έγραψε με ανάθεση της αρμόδιας Κρατικής Επιτροπής (1918). Το βιβλίο γράφτηκε μετά την εκλογική ήττα τού Βενιζέλου (1920), και είναι ένα από τα βιβλία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που πολεμήθηκαν με μένος.
Ως χρονογράφος ο Ρουμελιώτης συγγραφέας ξεκινάει με τις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι, τα Παρισινά Γράμματα (τα φιλολογικά χρονογραφήματα, όπως χαρακτηρίστηκαν) και συνεχίζει με κείμενα δοκιμιογραφικού χαρακτήρα, που δημοσίευε συνήθως με τον γενικότερο τίτλο Σχεδιάσματα. (Επιλογές από τις δύο αυτές κατηγορίες κειμένων, εξεδόθησαν μετά τον θάνατο του. Τα πρώτα με εισαγωγή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και τα δεύτερα με πρόλογο του Νέστορα Μάτσα).
Ως συγγραφέας ταξιδιωτικών εντυπώσεων, ο Παπαντωνίου διακρίνεται για την ικανότητα της περιγραφής των περιοχών που επισκέπτεται, παράλληλα με την αισθητική αποτίμηση των καλλιτεχνικών μνημείων. Οι καταγραφές των εντυπώσεων αυτών από τις περιηγήσεις του στην Ιταλία, τις Σκανδιναβικές Χώρες, την Ισπανία, συγκεντρώθηκαν μετά τον θάνατο του σε τόμο, με τίτλο Ταξίδια (εισαγωγή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου), ενώ σκόρπια σε εφημερίδες παραμένουν τα Ελληνικά Ταξίδια του στα νησιά τού Αιγαίου και στη Θεσσαλία.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το κριτικό έργο του Παπαντωνίου, που αναφέρεται σε λογοτεχνικά θέματα, κυρίως όμως στις εικαστικές τέχνες, και υποδηλώνει τον ευσυνείδητο μελετητή των έργων που εξετάζονται, αλλά και το ήθος, με το οποίο αντιμετωπίζει τις προσωπικότητες του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Πολλά κριτικά κείμενά του –τα παλαιότερα και σε γλώσσα καθαρεύουσα– έχουν επικαιρικό χαρακτήρα, αλλά δεν λείπουν και ειδικότερες αναλύσεις έργων τέχνης. (Μια επιλογή τους δημοσιεύθηκε από τον Φαίδ. Κ. Μπουμπουλίδη στον τόμο Κριτικά, Αθήνα 1966).
Κριτικά είναι και ορισμένα κεφάλαια των έργων Όθων και η ρωμαντική δυναστεία και Άγιον Όρος, όπου κυρίως εξετάζεται η τέχνη στον Άθω και μάλιστα οι βυζαντινές τοιχογραφίες των μεγάλων αγιογράφων.
Αντίθετα με το άλλο έργο του, η μοναδική θεατρική του σύνθεση Ο Όρκος του πεθαμένου (δράμα με πρόλογο του Ν. Λάσκαρη, Αθήνα 1932), εμπνευσμένη από το γνωστό δημοτικό τραγούδι του Νεκρού αδελφού, δεν θεωρείται επιτυχημένη.
Παράλληλα προς τη λογοτεχνική του ενασχόληση και την τεχνοκριτική, ο Παπαντωνίου κατέγινε και με τη ζωγραφική και μάλιστα τη σχεδιογραφία, απεικονίζοντας με τρόπο χιουμοριστικό πρόσωπα της πολιτικής και ιδιαίτερα της πνευματικής ζωής τού τόπου. Κάποια σχέδιά του παρουσιάστηκαν σε έκθεση του Ζαππείου το 1912, άλλα βρίσκονται εγκατεσπαρμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες των χρόνων του. Με την τελευταία του αυτή επίδοση ο υποδειγματικός τεχνίτης τού ποιητικού και πεζού λόγου συμπληρώνει την παρουσία του στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή τού τόπου.
Εκτός από το κύριο λογοτεχνικό έργο του, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου συνέγραψε πολλά βιβλία για παιδιά, και είναι μαζί με τον Ξενόπουλο ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς τής παιδικής ηλικίας.
Πολλά ανέκδοτα κείμενά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του.
ΠΗΓΗ: tameteora.gr