Βιβλίο φέρνει στο φως τη δράση των Ελλήνων συνεργατών των ναζί, τις σκοτεινές επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, από το παράνομο ελαιόλαδο μέχρι την ξυλεία, τα βασανιστήρια αλλά και τα κτίρια που χρησιμοποιήθηκαν στην Αττική με στόχο την εξόντωση όσων αντιστέκονταν
Λίγοι ιστορικοί έχουν το σθένος και την υπομονή να ψάξουν σε δύσκολα προσβάσιμους φακέλους -που άνοιγαν και έκλειναν στο πέρας των χρόνων-σε προσωπικές συλλογές, σε υπουργικά αρχεία, να τσεκάρουν και να διασταυρώσουν προσωπικές μαρτυρίες, στα Ληξιαρχεία ακόμα και στα αρχεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για να ανασύρουν άγνωστες περιπτώσεις, που έρχονται πρώτη φορά στο φως, για τους συνεργάτες των Γερμανών στα χρόνια της Κατοχής -και όχι μόνο-, τους αποκαλούμενους «δωσίλογους».
Ωστόσο, στο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα της κυκλοφορίας του από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια έκανε 4 εκδόσεις (!) ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης κατάφερε, παρά τις δυσκολίες, να συμπεριλάβει τα αποτελέσματα μιας αξιοθαύμαστης πολυετούς έρευνας που αποκαλύπτει πολλά για το δίκτυο στενής συνεργασίας των Ελλήνων επιχειρηματιών, πολιτικών, στρατιωτικών και μέσων Ασφαλείας με τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής.
Ποιοι ήταν
Παρότι, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η χώρα μας δεν διέθετε ναζί, φασίστες ή ομάδες με τέτοια χαρακτηριστικά, όπως άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να αναπτύξει δίκτυο συνεργασίας με τους Γερμανούς κατακτητές, ωστόσο με αντάλλαγμα το κέρδος ή την υφαρπαγή των περιουσιών, όπως συνέβη με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί ή για προσωπικό ρεβανσισμό στο όνομα του αντικομμουνισμού, που είχε ξεκινήσει από τα χρόνια του Μεταξά, πολλοί ήταν αυτοί που έσπευσαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς.
Το σοκαριστικό είναι ότι πολλοί επιχειρηματίες το έκαναν χωρίς καν να τους ζητηθεί, ενώ άμεση ήταν και η σύνδεση των μαυραγοριτών με άλλα δίκτυα κατασκοπείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που φέρνει στο φως ο συγγραφέας, υπάρχει μια άμεση σύνδεση του υπόκοσμου των καζίνο με τους μαυραγορίτες και με κάθε λογής καταδότες και κατασκόπους, πολλοί από τους οποίους μάλιστα προέρχονταν από τον χώρο των επιχειρήσεων – «άτομα που γνώριζαν και εμπιστεύονταν λόγω των προπολεμικών οικονομικών τους συναλλαγών αποκλειστικά και κυρίως με τη Γερμανία».
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα όλων όσοι πλούτιζαν με διάφορα παράνομα μέσα στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, διακινώντας πρώτες ύλες όπως ξυλεία ή ελαιόλαδο.
Αποκαλυπτικά είναι, επίσης, τα στοιχεία που αφορούν ονόματα που συνδέονταν με γερμανικούς κολοσσούς, όπως η Siemens ή η αεροπορική εταιρεία Lufthansa. Ωστόσο, η συνεργασία, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, παρότι αποσκοπούσε κυρίως στο ιδιωτικό όφελος και κέρδος «στηριζόταν σε πολιτικά θεμέλια και γινόταν όλο και πιο στενή όσο οι στόχοι αυτών που αποφάσισαν να συνεργαστούν συνέκλιναν όλο και περισσότερο με τους στόχους των κατακτητών».
Σοκάρει επίσης το γεγονός ότι τα βασανιστήρια των Ελλήνων συνεργατών ήταν πολλές φορές πιο ακραία -γεγονός που δείχνει μένος- σε σύγκριση με αυτά των ναζί. Ολα αυτά τα στοιχεία έκαναν τον συγγραφέα να μιλήσει και για πρώτη φορά για «ελληνική κατοχή» για να περιγράψει συνολικά το φαινόμενο αυτών των ένοπλων συνεργατών των Γερμανών. «Οι κατοχικές κυβερνήσεις άνοιξαν την πόρτα της συνεργασίας σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Εδωσαν σαφές μήνυμα προς τους πολίτες, εξοικειώνοντάς τους με την ιδέα της συνεργασίας», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.
Οι λαδέμποροι
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα κίνητρα συνεργασίας δεν ήταν μόνο πολιτικά, αλλά έκρυβαν οικονομικά οφέλη. Εκτός από τις επιτάξεις των παραγωγικών μονάδων, αυτά που άνθησαν σχεδόν σε κάθε σημείο της χώρας ήταν η μαύρη αγορά, η ανομία και η εκμετάλλευση, την ίδια στιγμή που ο κόσμος πεινούσε – πολλοί έφταναν έτσι να γίνουν συνεργάτες των Γερμανών προκειμένου να αναπτύξουν business plans και να στήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις, όπου έλεγχαν όχι μόνο το προσωπικό αλλά και τους ανταγωνιστές τους.
«Οι αδιαφανείς διαδικασίες, η εξαιρετικά ευνοϊκή μεταχείριση και η φορολογική ασυλία που απολάμβαναν οι Ελληνες προμηθευτές αποτέλεσαν τον κανόνα. Οι κατακτητές αξιοποίησαν τα υπάρχοντα εμπορικά δίκτυα, αναθέτοντας σε Ελληνες προμηθευτές τη συγκέντρωση των απαραίτητων προϊόντων για την τροφοδοσία του γερμανικού και ιταλικού στρατού κατοχής. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αρχές Κατοχής ήταν αμέτοχες στη διαδικασία. Προσέφεραν κάθε είδους κάλυψη στους Ελληνες προμηθευτές τους».
Εξ ου και σε αυτές τις πρωτοβουλίες πρωταγωνίστησαν οι Ελληνες μαυραγορίτες που αγόραζαν παράνομα τεράστιες ποσότητες λαδιού, με στόχο να προκαλέσουν την άνοδο της τιμής και να αποκομίσουν τεράστια κέρδη με το τμήμα της παραγωγής να φτάνει να εξάγεται μαζικά στη Γερμανία. Οπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας ιδρύθηκαν μάλιστα και εταιρείες όπως η Αιγαίον Α.Ε., που αργότερα μετονομάστηκε σε Ελαιον, με ένα τεράστιο δίκτυο εκμετάλλευσης.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την ξυλεία και τους έμπορους ποτών κ.λπ. Πολλοί επιχειρηματίες είχαν, ωστόσο, αναπτύξει ένα δίκτυο συνεργασίας με τους ναζί ακόμα και πριν από τον πόλεμο. «Μια επιχειρηματικά ανομοιογενής ομάδα, ένας ποτοποιός, δύο έμποροι κι ένας χημικός, ένας δημόσιος υπάλληλος και ένας παραγγελιοδόχος δικάστηκαν μεταπολεμικά για οικονομική συνεργασία με τους Γερμανούς.
Η περίπτωσή τους είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο η συνεργασία ενός πυρήνα επιχειρηματιών δημιουργούσε ευρύτερα δίκτυα, εμπλέκοντας σε αυτή τη διαδικασία κι άλλους επιχειρηματίες, οι οποίοι είτε αναγκάστηκαν να συνεργαστούν είτε βρήκαν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν κέρδη.
Ο ποτοποιός Παναγιώτης Λαζαρίδης, αντιλαμβανόμενος τις μεγάλες ανάγκες του γερμανικού στρατού, που πολεμούσε στις αντίξοες συνθήκες της αφρικανικής ερήμου, ανέλαβε μια ιδιαίτερα επικερδή δραστηριότητα: την τροφοδοσία των γερμανικών στρατευμάτων με νερό. Ο Λαζαρίδης πρότεινε στους Γερμανούς να τους εμφιαλώνει ο ίδιος μεταλλικό νερό και σόδα. Τα προϊόντα αυτά διοχετεύονταν, μέσω Λιβύης, στα γερμανικά στρατεύματα του στρατάρχη Ερβιν Ρόμελ στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής.
Σύντομα η επικερδής συνεργασία με τους Γερμανούς επεκτάθηκε και σε άλλα προϊόντα, όπως μαργαρίνη, σαπούνι και λίπη, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη μεγάλες ποσότητες λαδιού τις οποίες λάμβαναν οι κατηγορούμενοι από τις γερμανικές αρχές. Για να αντεπεξέλθουν στο επιχειρηματικό άνοιγμα, οι κατηγορούμενοι δημιούργησαν ένα δίκτυο συνεργατών και κατάφερναν να παράγουν διάφορα προϊόντα, πάντα για λογαριασμό των γερμανικών δυνάμεων, σε εργοστάσια τρίτων.
Παρήγαγαν μαργαρίνη στο εργοστάσιο μπισκότων των αδελφών Παπαδοπούλου, σαπούνι στο εργοστάσιο Παπουτσάνη και άλλα προϊόντα στο εργοστάσιο της ΕΛΑΪΣ. Αυτά τα προϊόντα κόστιζαν ολόκληρες περιουσίες. Γι’ αυτόν τον λόγο, μέρος της παραγωγής που προοριζόταν για τον γερμανικό στρατό κατέληγε στη μαύρη αγορά, με τη συμμετοχή και Γερμανών αξιωματικών στο δίκτυο των υπεξαιρέσεων.
Μετά τις πετυχημένες αυτές συναλλαγές οι κατηγορούμενοι διεύρυναν ακόμη περισσότερο τον κύκλο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, επενδύοντας τα κέρδη τους στην αγορά μετοχών στα Λιγνιτωρυχεία Αττικής και στην αγορά ακινήτων».
Οι εβραϊκές περιουσίες
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι πλούσιοι επιχειρηματίες που αποκόμισαν τεράστια οφέλη. «Το επίσημο αφήγημα, το οποίο κάνει λόγο για μικρή μειοψηφία Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα», γράφει ο συγγραφέας, αφού ολόκληρη η κυβέρνηση Τσολάκογλου ήταν ουσιαστικά κυβέρνηση συνεργατών, η οποία κατέπεσε επειδή ο κόσμος ξεσηκώθηκε βγαίνοντας στον δρόμο και υποφέροντας από την ασιτία, για να δώσει τη θέση της στην πιο «τεχνοκρατική» του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου.
Ηταν τότε που οι Ελληνες επιστρατεύονταν μαζικά για να σταλούν ως εργάτες στη Γερμανία με τις μαζικές αντιδράσεις να πνίγονται στο αίμα σοκάροντας, για παράδειγμα, μέχρι και τους Βρετανούς που άρχισαν να μεταφέρουν τα νέα στο εξωτερικό.
Ηταν τέτοιο, μάλιστα, το αιματοκύλισμα από τους χωροφύλακες που ακόμα και οι κατακτητές έφτασαν στο σημείο να αποσύρουν το αίτημα της επιστράτευσης, αναγκάζοντας έτσι ακόμα και τους πολιτικούς συνεργάτες των Γερμανών να υποχωρήσουν: δεν φοβήθηκε, όμως, να το κάνει ο Γεώργιος Ράλλης που διαδέχθηκε τον Λογοθετόπουλο και ήταν εκείνος που καθιέρωσε τα συντάγματα των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας με σκοπό να στηρίξει και να προστατεύσει τις κατοχικές δυνάμεις.
Λούμπεν, στην πλειονότητά τους, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο συγγραφέας, προσπάθησαν να υποκλέψουν ό,τι μπορούσαν απολαμβάνοντας ένα πλήρες καθεστώς ατιμωρησίας.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της κλοπής των περιουσιών διωκόμενων, όπως των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, τους οποίους αφάνισαν σχεδόν οριστικά με σκοπό την απόσπαση των περιουσιών τους – σε ένα σκοτεινό κεφάλαιο της Ελληνικής Ιστορίας.
Εξαίρεση ήταν η περίπτωση της Αθήνας στην οποία επικεντρώνεται ο συγγραφέας του βιβλίου και όπου καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων Αγγελος Εβερτ, ο οποίος όχι μόνο αντιστάθηκε σε πολλές περιπτώσεις στο να συλλάβει κομμουνιστές για την πολιτική και αντιστασιακή τους δράση αλλά κατάφερε να σώσει τους Εβραίους της Αθήνας εκδίδοντας μαζικά ταυτότητες, όπου τους άλλαζε τα ονόματα εκχριστιανίζοντάς τους.
Ωστόσο όλο το κυβερνητικό, υπουργικό και εκτελεστικό σύστημα είχε, κατά τα άλλα, τεθεί στο σύνολό του στην υπηρεσία των κατακτητών, με πρώτο απ’ όλα τα φονικά Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία μαζί με τα Σώματα Ασφαλείας ανέλαβαν το έργο της «περιφρούρησης της τάξης» και της πάταξης οποιασδήποτε μορφής αντίστασης – και όχι μόνο του ΕΑΜ. Χαρακτηριστικό είναι το μίσος που επεδείκνυαν πρωτοκλασάτα στελέχη, όπως ο Αλέξανδρος Λάμπρου, διευθυντής της Ειδικής Ασφάλειας της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, ή ο υποστράτηγος Νικόλαος Μπουραντάς, διοικητής της μηχανοκίνητης μονάδας της Αστυνομίας Πόλεων, του μόνου τμήματος που κινούνταν από μεγάλες προσδοκίες προσωπικών κερδών και μεταπολεμικών πλεονεκτημάτων.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο φονικά μπλόκα, όπως αυτά της Καλογρέζας, της Νέας Ιωνίας, τα δύο της Κοκκινιάς και όλα τα άλλα, τον ζόφο των οποίων περιγράφει με απαράμιλλο ύφος ο συγγραφέας, έγιναν από Ελληνες ενόπλους του κατοχικού στρατού, κάτι που δικαιώνει πλήρως τον τίτλο του βιβλίου.
Η μακάβρια Μέρλιν 6
Εξίσου ανατριχιαστικές ήταν οι μέθοδοι που υιοθετούσε αυτή η πολεμική μηχανή των δωσίλογων -Ταγματασφαλιτών και Σωμάτων Ασφαλείας-αναπτύσσοντας ταυτόχρονα όχι μόνο φονικές μηχανές εκτέλεσης αλλά και ποικίλα δίκτυα κατασκοπείας, ανταλλάσσοντας πληροφορίες, γράφοντας λίστες, συντάσσοντας φακέλους. Ηταν τέτοιο μάλιστα το μένος τους που έφτασαν να υιοθετούν άκρως πρωτότυπους τρόπους ανάκρισης, που ξεπερνούσαν και αυτούς των ναζί!
«Η συμμετοχή τους στις ανακρίσεις και στους βασανισμούς αντιστασιακών ήταν ένας ακόμα από τους λόγους που τους κατέστησε τους απεχθέστερους συνεργάτες των κατακτητών στα μάτια των πολιτών. Η εφιαλτική μνήμη που απέκτησε το κτίριο της οδού Μέρλιν 6 στο Κολωνάκι, ως κεντρικός τόπος βασανισμού των Ες Ες, συνδέθηκε άμεσα και με τη δράση των Ελλήνων που υπηρετούσαν εκεί», επισημαίνει ο Χαραλαμπίδης.
Προκειμένου μάλιστα να χωρέσουν όλοι οι αντιστασιακοί που συλλαμβάνονταν χρειάστηκε να επιτάξουν έξτρα χώρους, εκτός από τα επίσημα κρατητήρια και φυλακές, όπως το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα ή το ξενοδοχείο «Κρυστάλ», που μετατράπηκαν σε χώρους εγκλεισμού και βασανισμού, ενώ αμέτρητες ήταν και οι εκτελέσεις. Κι όλα αυτά από Ελληνες.
Το χειρότερο δεν ήταν αυτό, ήταν ότι οι συνεργάτες των Γερμανών δεν τιμωρήθηκαν γι’ αυτά τα εγκλήματα, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκαν προνομιακοί συνεργάτες πολλών ηγετικών μορφών και ανθρώπων που βρέθηκαν στην εξουσία μετά τον πόλεμο. Η ατιμωρησία ήταν σχεδόν καθολική.
Οπως επισημαίνει και ο συγγραφέας, σε όλα τα κράτη χρειάστηκε να υπάρξει κάποια λήθη προκειμένου να μπορέσουν να γυρίσουν σελίδα, αλλά σε κανένα κράτος η λήθη δεν απέκτησε χαρακτηριστικά απόλυτης αδικίας – κι αυτή είναι η μόνη λέξη που μένει σαν αγκάθι στο πολιτικό σώμα μέχρι σήμερα.