Η Μαίρη Λίντα, γεννημένη στις 9 Νοεμβρίου 1936, με το ταλέντο και την ανεξάντλητη ενέργειά της, κατάφερε να ανατρέψει το καθιερωμένο πρότυπο της γυναικείας παρουσίας στο λαϊκό πάλκο.
ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ
Η Μαίρη Λίντα, μία από τις σημαντικότερες φωνές και παρουσίες του ελληνικού πενταγράμμου, πέρασε στην ιστορία της λαϊκής κουλτούρας για την ιδιαίτερη χροιά και την έντονη σκηνική παρουσία της. Από μικρή, έδειξε έφεση στη μουσική, και η συνάντησή της με τον Μανώλη Χιώτη, που υπήρξε καθοριστική στην πορεία της, έθεσε τις βάσεις για την καριέρα της. Οι δυο τους έγραψαν ιστορία με τα ντουέτα τους και τις εμφανίσεις τους στα μπουζούκια, που επηρέασαν το ελληνικό τραγούδι και άνοιξαν νέους δρόμους για τις γυναίκες στην ανδροκρατούμενη νύχτα της εποχής.
Η Μαίρη Λίντα γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1936 στον Πύργο Ηλείας και ανατράφηκε σε δύσκολες συνθήκες, κάτι που διαμόρφωσε την αποφασιστικότητα και την εσωτερική της δύναμη. Από παιδί είχε πάθος για τη μουσική και, όπως έχει πει η ίδια, το τραγούδι της έδινε χαρά και ήταν μια μορφή διαφυγής. Στα πρώτα βήματα της καριέρας της, κατάφερε να ξεχωρίσει λόγω της μοναδικής φωνής της και της επιμονής της να κάνει κάτι διαφορετικό: να φέρει μία νέα ερμηνευτική διάσταση στις λαϊκές σκηνές.
Σε ηλικία μόλις 11 ετών γνώρισε τον 24χρονο Μανώλη Χιώτη, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καριέρα της και στη ζωή της. Ο Χιώτης είχε ανακαλύψει την ξεχωριστή φωνή της και οι δυο τους έγιναν ένα από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής. Στην πορεία τους, δεν παρέμειναν στις παραδοσιακές φόρμες του ρεμπέτικου, αλλά υιοθέτησαν στοιχεία της ελαφράς ποπ και σάλσα και μάμπο μουσικής, εισάγοντας το μπουζούκι σε νέα πλαίσια και κάνοντας το ρεπερτόριο πιο προσιτό στο κοινό. Το στιλ τους αποτέλεσε καινοτομία και έκανε τεράστια επιτυχία. Όπως ανέφερε σε συνέντευξή της, «με τον Χιώτη κάναμε τα μπουζούκια πραγματικά λαϊκά».
Το 1959 παντρεύεται τον Χιώτη και μένουν μαζί μέχρι το 1966. Μαζί εμφανίσθηκαν σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1964, κατά τη διάρκεια περιοδείας της με τον Χιώτη στις Ηνωμένες Πολιτείες, τραγούδησε στο Λευκό Οίκο προς τιμήν του προέδρου Λίντον Τζόνσον. Στον κατάλογο των δημοφιλών θαυμαστών του ζεύγους ανήκε επίσης ο θρυλικός Άντονυ Πέρκινς καθώς και η παγκοσμίου φήμης σοπράνο Μαρία Κάλλας.
Η παρουσία της Λίντα στο πάλκο αποτέλεσε πραγματική επανάσταση. Ήταν από τις πρώτες γυναίκες τραγουδίστριες που σηκώθηκαν στη σκηνή κατά τη διάρκεια της ερμηνείας, αφήνοντας πίσω την καθιερωμένη στατικότητα της καρέκλας. Με αυτόν τον τρόπο απέδιδε το τραγούδι με κίνηση, φέρνοντας ένταση και δυναμική στην ερμηνεία της. Αυτή της η καινοτομία βοήθησε να αλλάξει η εικόνα της γυναίκας τραγουδίστριας στην Ελλάδα, κάνοντάς την περισσότερο απελευθερωμένη και ενεργή στη σκηνή.
Η δολοφονία της μητέρας της και η κακοποίηση
Στις 9 το πρωί της 24ης Νοεμβρίου 1970, η υπηρέτρια της Μαίρης Λίντα επισκέφτηκε τη μητέρα της για να την βοηθήσει με τις δουλειές του σπιτιού. Την ίδια στιγμή, συνεργείο του ΟΤΕ έφτασε για να εγκαταστήσει μια τηλεφωνική γραμμή. Χτύπησαν για αρκετή ώρα την πόρτα, αλλά δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Οι αρχές ειδοποιήθηκαν και εισήλθαν στο σπίτι, όπου βρήκαν τη μητέρα της Μαίρης Λίντα νεκρή στο κρεβάτι, με το σώμα της απανθρακωμένο. Αρχικά θεωρήθηκε ατύχημα, αλλά η έρευνα αποκάλυψε ότι επρόκειτο για δολοφονία.
Τα στοιχεία, όπως το ξυπνητήρι με αίμα και η φιάλη οινοπνεύματος κοντά στο πτώμα, έδειξαν ότι οι δράστες είχαν διαρρήξει το σπίτι. Κατά τη διάρκεια της διάρρηξης, η γυναίκα είχε ακούσει θόρυβο και ρώτησε ποιος είναι, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Οι δράστες τη χτύπησαν με το ξυπνητήρι και, στη συνέχεια, περιέλουσαν το κρεβάτι με οινόπνευμα και του έβαλαν φωτιά.
Οι δράστες έκλεψαν αντικείμενα, όπως ένα κομπολόι και ένα δαχτυλίδι, τα οποία είχαν μικρή αξία. Το κομπολόι αποδείχθηκε καθοριστικό στην εξιχνίαση της υπόθεσης, καθώς βρέθηκε στην κατοχή του ενός από τους δράστες, ο οποίος το πέταξε στην τουαλέτα προσπαθώντας να το ξεφορτωθεί. Οι αστυνομικοί αντελήφθησαν την κίνησή του και το ανέσυραν, οδηγώντας τον στην απολογία και τη σύλληψη.
Παρά τη λαμπρή καριέρα της, η προσωπική ζωή της Λίντα δεν ήταν εύκολη. Μετά το τέλος της σχέσης της με τον Χιώτη, η ζωή της πέρασε από πολλές δυσκολίες, ιδίως στον δεύτερο γάμο της με τον Αλέξανδρο Θεοχάρη, από τον οποίο απέκτησε μία κόρη. Όπως έχει παραδεχτεί η ίδια, ήταν σκληρός μαζί της και την κακοποιούσε. «Όμως, δεν άντεχα άλλο την πολύ κακή συμπεριφορά και το ξύλο. Έφυγα. Είχα τη δύναμη, όμως, γιατί είχα ένα χρυσό βραχιόλι στο χέρι μου, τη φωνή μου». Σε άλλη συνέντευξη μίλησε για την απόφαση να πάρει διαζύγιο, σε μια εποχή καθόλου φιλική προς γυναίκες που εγκατέλειπαν τους κακοποιητές τους: «Έφυγα για να μεγαλώσω το παιδί μου με αξιοπρέπεια».
Η κατάληξη της ζωής της και το παράπονο
Οι τελευταίες της εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά ήταν: την σεζόν 1995-1996 με την Χαρούλα Αλεξίου στο νυχτερινό κέντρο Νεφέλη, την σεζόν 2002-2003 με την Γλυκερία στο νυχτερινό κέντρο Χάραμα και την σεζόν 2011-2012 με την Άννα Βίσση στο νυχτερινό κέντρο Rex.
Τα τελευταία χρόνια, η Μαίρη Λίντα βρέθηκε σε δύσκολες συνθήκες, με την υγεία της να επιδεινώνεται, κάτι που την οδήγησε σε ίδρυμα φροντίδας. Παρά τη μεγάλη της καριέρα και τις σημαντικές επιτυχίες της, εξέφρασε συχνά την πικρία της για το ότι το ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα δεν αναγνώρισε πάντα την προσφορά της, ειδικά στα δύσκολα χρόνια της. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «Έκανα πολλά για το τραγούδι και το κοινό, αλλά στο τέλος η μοναξιά είναι ο πιο πιστός σύντροφος».
Η Μαίρη Λίντα, με το ταλέντο και την ανεξάντλητη ενέργειά της, κατάφερε να ανατρέψει το καθιερωμένο πρότυπο της γυναικείας παρουσίας στη νυχτερινή διασκέδαση. Με τις εκρηκτικές της εμφανίσεις, όχι μόνο ανέβασε τον πήχη για τις μελλοντικές τραγουδίστριες, αλλά και άλλαξε την εικόνα των μπουζουκιών. Η δυναμική της σκηνική παρουσία και ο τρόπος που καθήλωνε το κοινό, δίνοντας μια νέα διάσταση στο λαϊκό τραγούδι, έκαναν την Μαίρη Λίντα λαϊκό θρύλο.