Η χώρα μας αφήνει πίσω της την «εποχή του χαλκού» – Σχέδιο δημιουργίας περισσότερων από 6.000.000 συνδέσεων από τους παρόχους – Προοπτική χρηματοδότησης του κόστους αναβάθμισης σε ευρυζωνικές για 400.000 συνδρομητές – Τι δηλώνει ο Δημήτρης Παπαστεργίου στο «Πρώτο ΘΕΜΑ»
Στα τέλη των 90s, στις πρώιμες εποχές του Iντερνετ στην Ελλάδα, για να κατεβάσει κανείς μια φωτογραφία έπρεπε να κάνει κλικ, να πάει για καφέ, να μαγειρέψει και να επιστρέψει για να περιμένει, ελπίζοντας ότι δεν θα σηκώσει κανείς το τηλέφωνο. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν πολλά χρόνια και, παρότι αυτή η εποχή θεωρείται πλέον αρχαία, η χώρα μας τώρα επιχειρεί το πραγματικό ψηφιακό άλμα. Eτσι, η φετινή χρονιά αναμένεται να μείνει ως αυτή της μετάβασης από την «εποχή του χαλκού» στην οπτική ίνα για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα έχει δύο πρωτιές σε ό,τι αφορά το Διαδίκτυο. Μία αρνητική και μία θετική: από τη μία, είναι η χώρα με τις χαμηλότερες ταχύτητες Ιντερνετ στην Ευρώπη, όμως από την άλλη έχει, αν όχι τον υψηλότερο, έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα δικτύων υπερυψηλής ταχύτητας. Για τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Δημήτρη Παπαστεργίου, αυτή η μετάβαση στην εποχή της ευρυζωνικότητας, ώστε οι Ελληνες να απολαμβάνουν ταχύτητες Ιντερνετ (τουλάχιστον) στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποτελεί εθνική προτεραιότητα. Οπως και το να μην πληρώσουμε τη μετάβαση στην οπτική ίνα… χρυσάφι. Και, καθώς φαίνεται, οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών, οι οποίες ήδη τρέχουν μια καταιγίδα επενδύσεων προς αυτή την κατεύθυνση, συμφωνούν απόλυτα μαζί του.
Από ουραγός… σπρίντερ
Τα περί «εποχής του χαλκού» σε ό,τι αφορά τις διαδικτυακές συνδέσεις στην Ελλάδα, δεν είναι υπερβολές. Σύμφωνα με μια σειρά ερευνών, η χώρα μας είναι ουραγός σε ό,τι αφορά τη μέση ταχύτητα Ιντερνετ σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Βάσει της βρετανικής Businessfibre, η μέση ταχύτητα download στη χώρα μας είναι 39 Mbps, έναντι 104 της γειτονικής Ιταλίας και 232 Mbps της πρωταθλήτριας Ρουμανίας.
Η datavis δίνει για την Ελλάδα μέση ταχύτητα κατεβάσματος 42,34 Mbps, ανεβάσματος (upload) 8,31 Mbps και latency, δηλαδή χρόνο απόκρισης του διακομιστή από την ώρα που θα λάβει την εντολή στα 20,66 milisecond. Στον αντίποδα, η Γαλλία έχει μέση ταχύτητα download 202,03 και upload 118,97 Mbps και latency στα 9,88 ms. Σχετικά χαμηλός σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι και ο αριθμός της κάλυψης (διαθεσιμότητας) δικτύων υπερυψηλής ταχύτητας (Very High Capacity Networks – VHCN) στη χώρα μας, ο οποίος ανέρχεται σε 35%, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εκτίμηση για τον Ιανουάριο του 2024.
Ο αντίστοιχος μέσος όρος για την Ε.Ε. ανέρχεται περίπου στο 70%. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, αυτός ο αριθμός καταδεικνύει και γρήγορο ρυθμό ανάπτυξης, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η υλοποίηση δικτύων VHCN στη χώρα μας ξεκίνησε πολύ αργά σε σχέση με την πλειοψηφία των χωρών της Γηραιάς Ηπείρου. Από το 2019, οπότε και μπήκαν τα VHCN στη ζωή μας, τα δίκτυα αναπτύσσονται με πολύ υψηλό ρυθμό, ενώ αντίστοιχα και η κάλυψη αυξάνεται με ρυθμό ο οποίος φτάνει περίπου το 7,5% ανά έτος.
Οι επιδόσεις αυτές δεν είναι ιδιαίτερα απογοητευτικές, εάν σκεφτεί κανείς ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1990, σύμφωνα με στοιχεία της Focus/Bari, πρόσβαση στο Ιντερνετ είχε μόλις το 1% των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων, κυρίως ερευνητικά και ακαδημαϊκά κέντρα. Και στις αρχές των 00s, πρόσβαση στο Διαδίκτυο είχε μόλις το 12% των κατοίκων των αστικών και ημιαστικών κέντρων, με την «επανάσταση» να έρχεται μετά το 2005. Ηταν η εποχή που άρχισαν να εμφανίζονται στη χώρα μας οι πρώτες ADSL συνδέσεις, στις οποίες δεν υπήρχαν μόνο πολύ καλύτερες ταχύτητες, αλλά και δεν χρειαζόταν να απασχολεί ο χρήστης την τηλεφωνική γραμμή του σπιτιού για να σερφάρει στο Ιντερνετ.
Λίγο αργότερα, τα κοινωνικά δίκτυα θα έσπρωχναν τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων στο… αυτονόητο σήμερα, δηλαδή την πρόσβαση στο Ιντερνετ από… παντού: Από το επαγγελματικό λάπτοπ στον οικιακό υπολογιστή, στο κινητό και το τάμπλετ.
Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα μας επιχειρεί ένα ψηφιακό άλμα σε όλους τους τομείς (από το Κτηματολόγιο μέχρι τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης σε ρόλο βοηθού για τους πολίτες, στο mAIgov), έχει ωθήσει το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης να τρέχει σημαντικά προγράμματα για την ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας, κυρίως στις περιαστικές περιοχές, με κύριο στόχο η Ελλάδα να έχει ταχύτητες αντίστοιχες του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Για να μετατραπεί η χώρα μας σε σπρίντερ σε ό,τι αφορά τις ταχύτητες του Ιντερνετ, χρειάζεται φυσικά και η δημιουργία υποδομών.
Και εδώ είναι που έρχονται οι επενδύσεις των εταιρειών τηλεπικοινωνιών, οι οποίες είναι το κλικ που χρειάζεται η χώρα μας για να περάσει από την «εποχή του χαλκού» στην επόμενη μέρα των ευρυζωνικών συνδέσεων.
Η συνάντηση με τον υπουργό
Ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Δημήτρης Παπαστεργίου υποδέχθηκε στο γραφείο του τους εκπροσώπους όλων των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υποδομών και υπηρεσιών. «Είναι εθνική προτεραιότητα ο ψηφιακός μετασχηματισμός», είπε ο υπουργός στους εκπροσώπους των OTE, Vodafone, Nova, ΔΕΗ, στους οποίους έκανε σαφές ότι σύντομα η Ελλάδα θα πρέπει να έχει βελτιώσει τη θέση της στους ευρωπαϊκούς δείκτες σταθερής τηλεφωνίας, προσφέροντας υψηλότερη ποιότητα υπηρεσιών σε ανταγωνιστικές τιμές τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στις περιαστικές περιοχές μέσω του προγράμματος Ultra Fast Broadband που τρέχει.
Η συζήτηση έγινε σε πολύ γόνιμο κλίμα, καθώς και οι εκπρόσωποι των εταιρειών συμφώνησαν ότι οι επενδύσεις σε υποδομές και υπηρεσίες αποτελούν πρωταρχικής σημασίας ζητούμενο όχι μόνο για το υπουργείο, αλλά και για τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους. Γι’ αυτό και κατατέθηκαν τα πλάνα επέκτασης των δικτύων οπτικών ινών, ώστε να χαρτογραφηθεί χρονικά και χωρικά η προώθηση της ευρυζωνικότητας, κάτι που αποτελεί και βασικό παράγοντα ανάπτυξης για τη συνδεσιμότητα της χώρας.
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις των εταιρειών τηλεπικοινωνιών, αυτές αναμένεται να ξεπεράσουν τα 4 δισ. ευρώ την επόμενη διετία.
Ο κ. Παπαστεργίου έχει πει ότι από τη συνάντησή του με τους εκπροσώπους των παρόχων, προέκυψε η δέσμευση των εταιρειών για την υλοποίηση γραμμών Fiber to the Home (δηλαδή γραμμές οπτικής ίνας απευθείας στο σπίτι) μέχρι το 2026, ως εξής: η Vodafone Ελλάδας θα έχει υλοποιήσει 850.000 γραμμές FTTH, η Cosmote 3.100.000, η ΔΕΗ 1.300.000 και η Nova 1.000.000.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με οργανόγραμμα που κατέθεσαν οι πάροχοι στον υπουργό, η Cosmote, ως το τέλος του 2024, θα έχει διπλασιάσει τον αριθμό των συνδεδεμένων κτιρίων (FTTB) σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, ενώ μέχρι το 2028 θα έχει πενταπλασιαστεί ο μέχρι τώρα αριθμός των συνδεδεμένων κτιρίων. H Vodafone ολοκληρώνει ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 600 εκατ. ευρώ, ενώ ο επενδυτικός της σχεδιασμός περιλαμβάνει την υλοποίηση επενδύσεων 1 δισ. ευρώ την προσεχή πενταετία μέχρι το 2029, τόσο για την επέκταση της υποδομής οπτικών ινών με στόχο την εγκατάσταση 850.000 γραμμών FTTH μέχρι το 2026 (από τις 280.000 σήμερα), όσο και για τη συνέχιση της ανάπτυξης του δικτύου 5G σε όλη την επικράτεια. Η εταιρεία άλλωστε έχει ολοκληρώσει το έργο των υποθαλασσίων καλώδιο σε Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος, δίνοντας τη δυνατότητα σε 10 νησιά και περισσότερους από 10 εκατομμύρια κατοίκους και επισκέπτες να αποκτήσουν πρόσβαση σε υπερυψηλές ταχύτητες. Η Nova, επίσης, επενδύει 2 δισ. ευρώ, μεταξύ άλλων, σε ένα υπερσύγχρονο δίκτυο οπτικών ινών 10 Gigabit στο 70% της ελληνικής περιφέρειας πετυχαίνοντας το 2023 πενταπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε μηνιαία βάση σε σύγκριση με το 2022. Σε απόλυτους αριθμούς, 250.000 – 300.000 FTTH σπίτια έχουν πρόσβαση στο υπερσύγχρονο δίκτυο οπτικών ινών σε ετήσια βάση.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ξεκινήσει και προχωράει με πολύ γρήγορους ρυθμούς η ανάπτυξη του δικτύου της ΔΕΗ Fibergrid, με στόχο το δίκτυο FTTH να φτάσει σε 500.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις στο τέλος του 2024, σε 1.700.000 το 2025 και σε 3.000.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα μέχρι το τέλος του 2027.
Παράλληλα, υλοποιείται ένα από τα μεγαλύτερα τηλεπικοινωνιακά έργα ΣΔΙΤ στην Ευρώπη, το UFBB, που θα προσφέρει ταχύτητες Gigabit σε περισσότερα από 800.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις και σε περίπου 10.000 δημόσια κτίρια σε όλη τη χώρα.
«Εάν αυτό συνδυαστεί άμεσα και με γενναίες αποφάσεις για παύση χρήσης του χαλκού σε κτίρια στα οποία μπαίνει οπτική ίνα μέσω των δύο προγραμμάτων επιδότησης που έχουμε εξασφαλίσει με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΠΔΕ, δηλαδή του Smart Readiness και του Gigabit voucher, θα μιλάμε για ακόμη πιο άμεσα και εντυπωσιακά αποτελέσματα στους δείκτες ευρυζωνικότητας», ανέφερε ο κ. Παπαστεργίου.
Θα το… πληρώσουμε ακριβά;
Ηδη δεν είναι λίγοι οι τυχεροί που απολαμβάνουν ταχύτητες οι οποίες πλησιάζουν ή και ξεπερνούν το 1 Gbps, σε τιμές που παράγοντες της αγοράς κρίνουν ικανοποιητικές για όσα παρέχουν. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι εάν οι επενδύσεις των εταιρειών τηλεπικοινωνιών σε οπτική ίνα θα φέρουν και τιμολογιακή… αναβάθμιση για τους πελάτες.
«Οχι», είναι η απάντηση του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ο οποίος έχει τονίσει ότι η Cosmote ήδη ανακοίνωσε επισήμως ότι προτίθεται να προχωρήσει σε μειώσεις στις τιμές χονδρικής έως 28%. Σε αυτό, η Cosmote δεν είναι μόνη, καθώς, σύμφωνα με τον κ. Παπαστεργίου, και ο νέος παίκτης στη χονδρική, που είναι η ΔΕΗ, έχει επίσης, δεσμευθεί για αντίστοιχες μειώσεις. «Αρα, όχι μόνο δεν αυξάνονται οι τιμές, αλλά αναμένεται η πρακτική αυτή να φέρει μειώσεις στις τιμές λιανικής, δηλαδή σε αυτές που φτάνουν στον καταναλωτή».
Ταυτόχρονα, το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης ουσιαστικά χρηματοδοτεί το κόστος αναβάθμισης της σύνδεσης του μέσου πολίτη από απλή σε ευρυζωνική. μέσω του «Smart Readiness», (πρόγραμμα συνολικού κόστους 100 εκατ. ευρώ, που ήδη υλοποιείται), χρηματοδοτούνται 120.000 κτίρια για τη δημιουργία δομημένης καλωδίωσης οπτικών ινών.
Μέσω του Gigabit voucher, που βρίσκεται σε διαδικασία νομοθέτησης, χρηματοδοτείται το κόστος αναβάθμισης απλής σύνδεσης σε ευρυζωνική άνω των 250 Mbps για 400.000 συνδρομητές. Το συνολικό κόστος επιδότησης φτάνει τα 80 εκατ. ευρώ. «Το 2018 δεν είχαμε καθόλου οπτική ίνα σε σπίτια, ενώ σήμερα είμαστε στο 36%, ποσοστό που διαρκώς αυξάνεται. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης δικτύων πρόσβασης οπτικών ινών. Με βάση τα τελευταία στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το FTTH, τον Σεπτέμβριο του 2022 ο αριθμός των νοικοκυριών που είχαν πρόσβαση σε δίκτυα οπτικών ινών αυξήθηκε σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2021 κατά 34,5% (4η θέση στην Ε.Ε. ως προς τον ρυθμό αύξησης). Από τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς ότι μέσα στο 2024 η κατάσταση σε σχέση με τη διείσδυση της ευρυζωνικότητας στη ζωή μας αλλάζει άρδην», εξήγησε ο κ. Παπαστεργίου.
Γιώργος Καραγιάννης
ΠΗΓΗ: Hellasultras.gr