Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης επιμένουν να κρατούν δυνάμεις για αργότερα, ομνύουν στη δημοσιονομική σταθερότητα και αποφεύγουν παρακινδυνευμένες αλλαγές στη φορολογία και στις δαπάνες.
Η κυβέρνηση ελπίζει στη «δεύτερη σύγκλιση» και κρατά παροχές και αλλαγές για το 2027 – Εκμεταλλεύεται την κρίση της αντιπολίτευσης και αποφεύγει να προχωρήσει σε παρακινδυνευμένες αλλαγές στη φορολογία και στις δαπάνες – Επενδυτικά έργα 100 δισ. ευρώ μέχρι τις εκλογές του 2027
Ολα τα στοιχεία και οι πληροφορίες βεβαιώνουν ότι η οικονομική πολιτική θα διατηρήσει και το 2025 σχεδόν αναλλοίωτο το μείγμα της, με μικρές μόνο διορθώσεις και επιμέρους ρυθμίσεις που δεν μεταβάλλουν τα μέσα και τα εργαλεία, ούτε τους στόχους της.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση θα επιμείνει στο τρέχον δόγμα, θα αποφύγει οτιδήποτε πιθανολογεί πως είναι ικανό να διαταράξει την τρέχουσα δημοσιονομική σταθερότητα και δεν θα διακινδυνεύσει οποιαδήποτε ρωγμή στη ροή των φορολογικών εσόδων, τα οποία ως γνωστόν ορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις εισπράξεις του ΦΠΑ και εκείνες του φόρου εισοδήματος.
Αυτοσυγκράτηση
Οι δαπάνες θα κινηθούν εντός των ορίων του +3% που προβλέπει το νέο σύμφωνο σταθερότητας για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, με τον υπουργό Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη να διευκρινίζει, εν όψει και των επερχόμενων εξαγγελιών του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, ότι η Κομισιόν προτρέπει την ελληνική κυβέρνηση να αυτοσυγκρατηθεί και να μην ξεπεράσει η αύξηση τα 3 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2025 από εκείνες του 2024. Κάτι που ο υπουργός Οικονομικών μάλλον συμμερίζεται, αν και δηλώνει πως έχει δεσμεύσει ήδη περίπου 1 δισ. ευρώ για επιπρόσθετες δαπάνες σε Υγεία και Παιδεία, άλλο 1 δισ. ευρώ για τις συντάξεις και περίπου άλλα 850 εκατ. ευρώ για την άμυνα.
Ο Πρωθυπουργός προανήγγειλε από τη Θεσσαλονίκη ότι στην τριετία μέχρι τις εκλογές του 2027 θα εξελιχθούν εκατοντάδες επενδυτικά έργα, ύψους 100. δισ. ευρώ.
Διεκδικεί, όπως λέει, σε κάτι περισσότερο από τα 3 δισ. ευρώ, αλλά κατά βάση δείχνει έτοιμος να προσαρμοστεί στο όριο των Βρυξελλών. Στο σκέλος των εσόδων είναι πιο κατηγορηματικός.
Προσφάτως εκθείασε την υπεραπόδοση των εσόδων του ΦΠΑ, τα οποία αυξήθηκαν κατά 10,7% στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου, όπως και την επίδοση που καταγράφεται στις εισπράξεις του φόρου εισοδήματος, αρνούμενος κατά βάση οποιαδήποτε ουσιαστική παρέμβαση στη ζώνη των συντελεστών της έμμεσης και άμεσης φορολογίας.
Η πυξίδα
Υπεραμύνθηκε μάλιστα αυτών, τονίζοντας ότι δεν πρόκειται να κάνει οτιδήποτε που θα μπορούσε να διασαλεύσει τη δημοσιονομική σταθερότητα. Εξηγώντας το δόγμα που διέπει την τρέχουσα οικονομική πολιτική διευκρίνισε ότι «δεν μπορούμε να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε».
Ουσιαστικά υιοθέτησε την απολύτως συντηρητική αρχή του «ισοσκελισμένου προϋπολογισμού», αυτή είναι η πυξίδα του και με αυτή θα πορευτεί η κυβέρνηση, προκειμένου να διατηρήσει την εύνοια των διεθνών αγορών, την επιδοκιμασία των οίκων αξιολόγησης και βεβαίως αναλλοίωτη την τάση απομείωσης του δημοσίου χρέους, ώστε να υποχωρήσει σχεδόν στο 133% του ΑΕΠ στα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας, όπως προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Κατά βάση προετοιμάζει για το 2025 ένα σχήμα ελεγχόμενης, χωρίς εξάρσεις, οικονομικής πολιτικής, που δεν θα διακινδυνεύει, παρά θα συντηρεί την ατμόσφαιρα και το κλίμα δημοσιονομικής εγκράτειας, παρότι τα αιτήματα της κοινωνίας πολλαπλασιάζονται και οι καιροί, γεωπολιτικοί, κλιματικοί και παραγωγικοί, επιβάλλουν και άλλες πρόνοιες πέραν της ασφάλισης των δημοσίων οικονομικών.
Επιλογές
Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη εκμεταλλεύεται, πέραν των άλλων, και τη βαθιά κρίση και αδυναμία της σπαρασσόμενης από εσωτερικές συγκρούσεις και έριδες αντιπολίτευσης να τοποθετηθεί με επάρκεια απέναντι στα προβλήματα της χώρας και να διεκδικήσει με αξιώσεις άλλες λύσεις. Ουσιαστικά κρατά δυνάμεις, έχει επιλέξει να διαχειριστεί συντηρητικά τα δύο πρώτα χρόνια της δεύτερης τετραετίας και να «φορτσάρει» από το 2026 και μετά, εν όψει των εθνικών εκλογών της άνοιξης του 2027.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε διαδικασία μακράς ανοχής και αναμονής και κάποια στιγμή θα εκραγεί και θα θέσει τα πάντα σε διακινδύνευση.
Ολα τα στοιχεία και οι πληροφορίες βεβαιώνουν ότι στο μεσοδιάστημα του 2024 και του 2025 θα επιδιώξει να εκμεταλλευθεί πλήρως το απόθεμα χρηματοδοτικών πόρων και εργαλείων, να προπαρασκευάσει δηλαδή την πλήρη απορρόφηση και αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και να ανακατευθύνει προς συγγενείς ζώνες τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Ο Πρωθυπουργός ήδη την περασμένη εβδομάδα προανήγγειλε από τη Θεσσαλονίκη ότι στην τριετία μέχρι τις εκλογές του 2027 θα εξελιχθούν εκατοντάδες επενδυτικά έργα, δημόσια και ιδιωτικά, στις υπολειπόμενες αναπτυξιακών πολιτικών περιφέρειες της χώρας, συνολικού ύψους 100 δισ. ευρώ.
Το επενδυτικό άλμα
Εφθασε μάλιστα να μιλήσει για επενδυτικό άλμα αντίστοιχο του μεταπολεμικού σχεδίου Μάρσαλ, το οποίο εξελισσόμενο μπορεί να αλλάξει πλήρως την εικόνα και τη θέση της χώρας στην ευρύτερη περιοχή. Το ενδιαφέρον είναι ότι μιλάει για ένα πλέγμα ενίσχυσης των δημόσιων υποδομών, σε υγεία, παιδεία, τρένα, λιμάνια, συγκοινωνίες, βιομηχανικές ζώνες, πάρκα νέων τεχνολογιών και άλλων, διασυνδεδεμένο με υποστηριζόμενες από κοινοτικούς χρηματοδοτικούς πόρους ιδιωτικές επενδύσεις σε πλήθος παραγωγικών τομέων, από την ενέργεια και τα μοντέρνα τεχνολογικά αγαθά, μέχρι τα τρόφιμα και τον τουρισμό.
Κατά το σχέδιο το πλέγμα συνδυαζόμενων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, εξελισσόμενο στην τριετία 2025 – 2027, θα διαμορφώσει περιβάλλον δημιουργίας, ανάπτυξης και ευκαιριών, εντός του οποίου θα υπάρξουν περιθώρια αύξησης των αμοιβών, βελτίωσης των εισοδημάτων, μείωσης της ανεργίας και αναγέννησης περιοχών που υποβαθμίζονταν σταθερά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Μπαράζ εγκαινίων
Κατά τα φαινόμενα λοιπόν οι κ.κ. Μητσοτάκης και Χατζηδάκης κρατούν δυνάμεις για αργότερα. Θα εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια αναπτυξιακών προοπτικών και ακολούθως από το φθινόπωρο του 2026, εισερχόμενοι στο εκλογικό 2027, θα επιχειρήσουν τις όποιες μεγάλες αλλαγές στην οικονομική πολιτική, επιδιδόμενοι ταυτόχρονα σε μπαράζ εγκαινίων, που υποτίθεται θα επιβεβαιώνουν την πρόοδο και την επίτευξη της «δεύτερης σύγκλισης» που επινόησε ο Ακης Σκέρτσος και υιοθέτησε χωρίς δεύτερη σκέψη ο κ. Μητσοτάκης.
Η πρώτη, ως γνωστόν, στα χρόνια της δεύτερης θητείας του Κώστα Σημίτη, πνίγηκε στα σκάνδαλα και μετέπειτα στην αναξιοπιστία των νεοδημοκρατών διαδόχων του που παρά τις υποσχέσεις άφησαν τη χώρα ανοχύρωτη και απόλυτα εκτεθειμένη στην απειλή της χρεοκοπίας που εξελίχθηκε μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Αξιοποίηση πόρων
Τώρα ο κ. Μητσοτάκης δείχνει πως θέλει να ακολουθήσει ασφαλέστερο δρόμο, διατηρώντας, κατά το δυνατόν, τη δημοσιονομική πειθαρχία και ρίχνοντας όλο το βάρος στη δημιουργία νέου πλούτου μέσω της αξιοποίησης του πλήθους των πόρων. Το ενδιαφέρον είναι ότι το αυτό μοντέλο, την αυτή λογική, ακολουθούν και οι τράπεζες, οι οποίες εκμεταλλεύονται τη διαφορά επιτοκίων, φροντίζουν τη βιωσιμότητα και τα κέρδη τους, χρηματοδοτούν τα ασφαλέστερα των επενδυτικών σχεδίων και αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τη χρηματοδότηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Η ελληνική κοινωνία
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ακόμη και την εξέλιξη της άλλοτε προσοδοφόρας για αυτές στεγαστικής πίστης την εξαρτούν από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες και τις διευκολύνσεις και στα κίνητρα που θα προσφέρει το κράτος σε νέες οικογένειες για την απόκτηση στέγης.
Κοινώς, ούτε το υπουργείο Οικονομικών, ούτε το τραπεζικό σύστημα αναλαμβάνουν το ρίσκο που τους αναλογεί, παρά κινούνται με μόνο γνώμονα την ασφάλεια των οργανισμών τους. Με τη διαφορά όμως ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε διαδικασία μακράς ανοχής και αναμονής.
Κάποια στιγμή θα εκραγεί και θα θέσει τα πάντα σε διακινδύνευση, όπως δηλώνει και η σταθερή τελευταίως αποστασιοποίηση των πολιτών από όλα τα κόμματα, του κυβερνώντος συμπεριλαμβανομένου. Είναι αυτή μια παράμετρος που κατά τα φαινόμενα ούτε ο κ. Μητσοτάκης ούτε οι επιφανείς τραπεζίτες αξιολογούν με τη δέουσα προσοχή…