«Η φαντασία στην υψηλότερην αποστολή της σε κυβερνά»
Από τους οικείους του αειμνήστου Ζαχαρία Παπαντωνίου μάς εκοινοποιήθη η κατωτέρω επιστολή, που του είχε σταλή προ καιρού από τον Κωστήν Παλαμάν. Κατ’ αντίθεσιν προς παρεξηγήσεις που θα ημπορούσαν να γεννήσουν πρόσφατοι τινές μικρολογίαι, το περιεχόμενον της επιστολής αυτής μαρτυρεί ποίαν υψηλήν θέσιν έδινε στον Παπαντωνίου ο μεγαλείτερος των ζώντων ποιητών της συγχρόνου Ελλάδος.
Αγαπητέ μας Παπαντωνίου,
Ποιητής; Από την κορφή ως τα νύχια. Είσαι και το παράεισαι. Κι’ έτσι μας εξηγούνται οι «Πεζοί Ρυθμοί», τα «Χελιδόνια», τα «Διηγήματα». Αυτή σου η τεχνοκριτική αρθρογραφία που μας εμφανίζεις συχνά. Τα ταξίδια σου σε τόπους, η πεζογραφία σου, ο στίχος σου. Όλα αναχωρούν από την ποιητική σου χάρη, την ευλογία σου δηλονότι. Του κάκου βάζεις τίτλους «χωρίς φαντασία». Η φαντασία στην υψηλότερην αποστολή της σε κυβερνά. Κι’ έτσι μας έρχονται «Τα Θεία Δώρα» και μας τη συνεχίζουν λογικώτατα, δε μπορούμε αλλοιώτικα να γίνη, την προσωπικότητά σου. Σ’ ευχαριστώ για το βιβλίο σου που τώρα μόλις το κατορθώνω να σου γράψω πως το έλαβα. Το πέρασα από την πρώτη τη στιγμή. Λιγοστό στην επιφάνειά του, πλούσιο στην εσωτερικότητά του. Και το κυριώτατο γνώρισμά του: ο αναγνώστης του –εγώ τουλάχιστο– αναγινώσκοντάς το ποτέ δε λησμονεί πως είνε τραγούδια τα ποιήματά του. Η ποίηση, φιλοσοφία, ιδεολογία, πολιτική, μαχητική, αισθηματοκρατία, λιγολογία, περισσολογία· ό,τι θέλεις· φτάνει να είνε, να μένη, να παραμένη τραγούδι. Όλα τα λέει ο λόγος. Και η λέξη ήχος είνε. Από τον ήχο αυτό η ποίησή σου γεμισμένη. Ο γυμνασμένος που δε διαβάζει σκέπτεται. Η αξία του ποιητή δε βρίσκεται στο ό,τι γράφει ανώμαλα και σκοταδερά· έγκειται στη χάρη του που κάνει να φωτίζωνται σαν από φωτοστέφανο αγίου τα γραμμένα του που σκοντάφτει σ’ εκείνα ένας αγύμναστος. Ακόμα στοχάζεται ο γυμνασμένος: η απαξία του ποιητή δεν προέρχεται από το ότι κάνει στρωτούς, ευκολονόητους στίχους που ο καθένας να μπορεί να τους εννοήση. Πηγάζει από το ότι από τους ισοπεδωμένους αυτούς στίχους λείπει η χάρη. Από τη χάρη βγαίνει η συγκίνησις, γίνεται το θαύμα μέσα και στα στρωτά και στα ευκολοπάτητα. Ο ποιητής και θηριοδαμαστής και παιδί με με τα παιγνίδια του. Ό,τι θέλει κάνει ή, ακριβέστερα, ό,τι του έρχεται στην ώρα του.
Στο ξανακοίταμα των «Θείων Δώρων» τα ηύρα καλύτερα απ’ ό,τι τα ηύρα την πρώτη φορά. Έτσι συμβαίνει με την ποίηση. Δυναμική στα περπατήματά της, στατική στα νιάτα της. Τώρα είνε δύσκολο και καταντά σχολαστικό το ξεχώρισμα δύο τριών ή και περισσότερων κομματιών στο βιβλίο ενός λυρικού με την σφραγίδα του, με το περπάτημά του, με τον τόνο του. Κάπου κάπου ακούγονται κριτικοί του ποδιού: «Αν εξαιρέσης δύο ή τρία, τ’ άλλα δεν αξίζουν». Ανοησία. Ο ποιητής θα είνε ή δεν θα είνε. Αλλά να το πούμε και του στραβού το δίκιο. Πάντα παντού συμβαίνει ένα ξεχώρισμα. Από τον καιρό του Ομήρου, Λ. Χ. στην Οδύσσεια. Δυο τρεις ραψωδίες, σαν εκείνες των Φαιάκων, κάνουν τις άλλες κάπως να παραμερίζουν: «Δεν μπορεί παρά νάχετε τις θέσεις σας όλες, και τις συμπάθειες, με όλες τες τιμές. Μια στιγμή, παρακαλώ, κάμετε τόπο για να περάσουν οι κυρίες». Συνηθίζω να βάζω κάποιες κοκκίδες με το μολύβι στο βιβλίο που αναγινώσκω, στα κομμάτια που κάπως περισσότερο με σταματούν. Στα «Θεία Δώρα» είνε πολλές οι κοκκίδες. Αμέσως ο «Ύπνος της βαρκούλας». Της δίνω για να τη συμπληρώση και να την υψώση ακόμα μέσα στα φτερά της το «Πανθεϊστικό ανάκρουσμα». Τίποτε άψυχο, όλα θεία. Το «Τραγούδι της μάννας μου» συνταιριάζεται με την «Μεγάλη προσδοκία» και τα δύο φωσφορίζοντας με την ίδια δακρυόβρεχτη μυστική κατάνυξη. Ταιράκια η «Ρούμελη» και το «Τραγούδι της Αθήνας». Πώς εκατόρθωσες να την τραγουδήσης έτσι περισσότεχνα με τις πιπεριές, με τους στρωτούς στίχους του Πολέμη, και με το ρετσινάτο της, χωρίς τίποτε κλασικόθρεφτο από την αρχαϊκή πομπή της που θα σ’ έβγαζε βέβαια σε άλλες στράτες που τις περνάς αυτές με άλλη μάσκα, μα και σε άλλα, κίνδυνος ήταν, παραστρατίσματα; Η «Απολογία στα ζώα» μού διατυπώνει τελειωτικά τη μελαγχολία που με κυριεύει κάθε φορά που αντικρύζω την αξιοσυμπάθητη γατούλα του δρόμου να φεύγη αστραπηδόν καθώς με βλέπει, με την βεβαιότητα πως θα είμαι κανένας από τους άθλιους αμείλικτους κυνηγητές της και βασανιστές εκεί που θ’ άπλωνα τα χέρια μου να την γλυκοχαϊδέψω. Και τα «Λυπημένα δειλινά»; Και οι «Πόλεις»; Και τα δυο –πώς να τα πω;– το «Πιστό αστεράκι» και το «Ειδύλλιο»; Και το «Σύννεφο»; Και η αναδημιουργική σου, και μ’ όλο της το χιούμορ, παράφραση; Μα το ξεχώρισμα δεν κακοφαίνεται στη μυγιάγγιχτη, μπορεί, ολότητα των «Θείων Δώρων»; Και το αίσθημα που κυριαρχεί –και χωρίς αίσθημα τίποτε δεν γίνεται– βέβαια έτσι αφηρημένο, γυμνό το αίσθημα, δεν αξίζει στην ποίηση –όλοι αισθανόμαστε, πολλοί οι κλητοί, ολίγοι εκλεκτοί–, ανίσως ο στίχος, πάντα θείος, δεν του άνοιγε την πόρτα για το Ιερό. […]
Αλλά το άρθρο μου ξεφεύγει από τη βιαστική του προχειρότητα και την αταξία, και χρειάζεται να σταθώ, ευχαριστώντας σε και ευχόμενοι με υγεία και ευτυχισμένα να περάσης το 1932.
Πάντα αγαπώντας και τιμώντας σε
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ
6-1-32
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.3.1940, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
*Άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 25 Μαρτίου 1940 υπό τον τίτλο «Ο Κωστής Παλαμάς για τον Παπαντωνίου – Μια χαρακτηριστική επιστολή».
Ο ευρυτάνας λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Ζαχαρίας Παπαντωνίου απεβίωσε αιφνιδίως στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 1940, σε ηλικία 63 ετών.
ΠΗΓΗ: in.gr